αγριόχοιρος

αγριόχοιρος
Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι 55° βόρειου πλάτους) και στη ΒΔ Αφρική. Η σωματική του διάπλαση (μήκους περίπου 1,50 μ.) τού δίνει τη δυνατότητα να τρέχει γρήγορα και να παλεύει με τους εχθρούς του· το σώμα του είναι συμπιεσμένο στα πλευρά και στηρίζεται σε πόδια σχετικά κοντά και λεπτά· το κεφάλι του, επίμηκες, απολήγει σε ευκίνητο ρύγχος. Στην άκρη του το ρύγχος φέρει ωοειδή χαυλιόδοντα πάνω στον οποίο βρίσκονται τα δύο ρουθούνια του ζώου. Η σωματική διάπλαση και το χοντρό δέρμα που τον προστατεύει επιτρέπουν στον α. να εισχωρεί στους πιο πυκνούς θάμνους, εκεί όπου άλλα ζώα δεν μπορούν να περάσουν. Το δέρμα του α. σκεπάζεται από σκόρπιες γουρουνότριχες· μόνο τον χειμώνα είναι ολόκληρο σκεπασμένο από ένα κοντό τρίχωμα και από πυκνές και μακριές γουρουνότριχες. Στον τράχηλο φέρει χαίτη από σκληρές τρίχες. Η ουρά του είναι στενή και κρέμεται. Τα μάτια του είναι μικρά και τα αφτιά του μάλλον μεγάλα, όρθια και ευκίνητα. Η όρασή του δεν είναι πολύ ισχυρή, αλλά η όσφρηση και η ακοή είναι πολύ ανεπτυγμένες και τον βοηθούν να αντιλαμβάνεται έγκαιρα τους εχθρούς του. Η κάθε οδοντοστοιχία του αποτελείται από έξι κοπτήρες, που πέφτουν γρήγορα, δύο κυνόδοντες, οκτώ προγομφίους και έξι γομφίους· έχει δηλαδή συνολικά 44 δόντια. Οι κυνόδοντες και των δύο γνάθων προεξέχουν από το στόμα και είναι γυρισμένοι προς τα πάνω. Οι α. ζουν κατά ομάδες. Την ημέρα κρύβονται στα δάση και το σούρουπο βγαίνουν για vα αναζητήσουν τροφή, σκάβοντας συνήθως με το ρύγχος. Είναι παμφάγοι: τρώνε ρίζες, βολβούς, βελανίδια, έντομα και νύμφες, σκουλήκια, ερπετά, αβγά πουλιών και μικρά θηλαστικά. Πολλές φορές καταστρέφουν τις καλλιέργειες. Όταν χορτάσουν, πηγαίνουν σε ένα τέλμα ή σε μια λακκούβα με νερό, όπου κυλιούνται για πολλή ώρα, ίσως για να ελευθερωθούν από τα παράσιτα. Τα μικρά μόλις γεννηθούν έχουν ανοιχτά τα μάτια τους, μπορούν να σταθούν όρθια και μεγαλώνουν τόσο γρήγορα, ώστε σε 15 μέρες αρχίζουν να αναζητούν μόνα την τροφή τους στο έδαφος. Η μητέρα, πάντως, τα θηλάζει τρεις περίπου μήνες. Το δέρμα των μικρών είναι σκεπασμένο με ένα πυρόξανθο τρίχωμα με άσπρες επιμήκεις ραβδώσεις. Σε έξι μήνες το τρίχωμα παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση και σε έναν χρόνο γίνεται σκούρο. Κατά μέσο όρο οι α. ζουν είκοσι χρόνια. Εκτός από τον α. τον κοινό, o οποίος θεωρείται πρόγονος των κατοικίδιων χοίρων, υπάρχουν ακόμη 16 είδη. Ο αγριόχοιρος ζει στα δάση των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής.
* * *
ο (ΜΝ)
το αγριογούρουνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγριόχοιρος — wild swine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριόχοιρος — ο το αγριογούρουνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγριοχοίρους — ἀγριόχοιρος wild swine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έρραος — ἔρραος, ὁ (Α) 1. ο κριός 2. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • αίγαγρος — Βλ. λ. αγριοκάτσικο. * * * ο (Α αἴγαγρος) άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» …   Dictionary of Greek

  • αγριοβόρι — το ο αγριοβοριάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη παράγεται από το ουσ. αγριοβοριάς, κατά το σχήμα αγριόχοιρος αγριοκαίρι] …   Dictionary of Greek

  • αγριογουρούνα — η 1. θηλυκός αγριόχοιρος* 2. (υβριστικά για γυναίκες) πρόστυχη, σκρόφα …   Dictionary of Greek

  • αγριογούρουνο — Βλ. λ. αγριόχοιρος. * * * το 1. κοινή ονομασία τού αγριόχοιρου* 2. (υβριστικά για πρόσωπα) πρόστυχος, χυδαίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”